Ως Νυκτερινή Ενούρηση ορίζεται η ακούσια απώλεια ούρων την νύκτα, μετά από το 5ο-6ο έτος της ηλικίας οπότε θα ανεμένετο ο πλήρης έλεγχος της λειτουργίας της κύστεως.
Η ενούρηση χαρακτηρίζεται ως πρωτοπαθής Νυκτερινή Ενούρηση όταν συνεχίζεται από τη γέννηση και δευτεροπαθής όταν αρχίζει μετά από περίοδο εγκράτειας 6 μηνών τουλάχιστον. Το άτομο παραμένει στεγνό κατά τη διάρκεια της ημέρας και ελέγχει τη κύστη του.
Η ενούρηση χαρακτηρίζεται ως πρωτοπαθής Νυκτερινή Ενούρηση όταν συνεχίζεται από τη γέννηση και δευτεροπαθής όταν αρχίζει μετά από περίοδο εγκράτειας 6 μηνών τουλάχιστον. Το άτομο παραμένει στεγνό κατά τη διάρκεια της ημέρας και ελέγχει τη κύστη του.
Οι αιτίες συνήθως οφείλονται σε λειτουργική πάθηση. Το ανθρώπινο σώμα κανονικά ελαττώνει την παραγωγή ούρων το βράδυ, όταν το παιδί κοιμάται, μέσω της αυξημένης παραγωγής μίας συγκεκριμένης ορμόνης, της βαζοπρεσσίνης, η οποία δίνει σήμα στα νεφρά να μειώσουν την παραγωγή ούρων το βράδυ.
Στα ενουρητικά όμως άτομα, η παραγωγή βαζοπρεσσίνης δεν αυξάνεται το βράδυ με αποτέλεσμα παραγωγή περίσσειας ούρων των οποίων ο όγκος υπερβαίνει τον όγκο της ουροδόχου κύστεως με αποτέλεσμα την ακούσια κένωσή της και κατά συνέπειαν το βρέξιμο του παιδιού.
Σπάνια ίσως να υποκρύπτεται κάποιο σημαντικότερο πρόβλημα των νεφρών ή της ουροδόχου κύστεως το οποίο θα πρέπει να διερευνηθεί και να λυθεί, επειδή είναι πολύ σοβαρότερο από τη σχετικά απλή πάθηση που περιγράφεται παραπάνω ως Πρωτοπαθής (Μονοσυμπτωματική) Νυκτερινή Ενούρηση.
Υπάρχει γενικά μία πολύ διαδεδομένη αντίληψη, τόσο μεταξύ των γονέων, όσο και μεταξύ των γιατρών ότι η νυκτερινή ενούρηση είναι μία καλοήθης νόσος, άγνωστης και μυστηριώδους αιτιολογίας η οποία περνά με τον καιρό. Με εξαίρεση τις αλλεργικές παθήσεις, η νυκτερινή ενούρηση είναι η πιο συχνή πάθηση της παιδικής ηλικίας. Κατά συνέπειαν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς γιατί η νυκτερινή ενούρηση παραδοσιακά αντιμετωπίζεται με τέτοια έλλειψη ενδιαφέροντος από τους γιατρούς, τόσο από κλινικής απόψεως όσο και από ερευνητικής πλευράς.
Οι γιατροί δεν δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για μία πάθηση την οποία οι ίδιοι θεωρούν αυτοϊώμενη και οφειλομένη σε λανθασμένη διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Δεν υπήρχαν σοβαρές έρευνες για την αιτιολογία και την παθοφυσιολογία της νυκτερινής ενουρήσεως ή για τις επιπτώσεις της, όπως οι ψυχολογικές συνέπειες τις οποίες βιώνει το παιδί.
Ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες συσχετίσθηκαν αδικαιολογήτως και επί μακρόν με την νυκτερινή ενούρηση. Η ιατρική διάγνωση της νυκτερινής ενουρήσεως ανευρίσκετο μεταξύ άλλων ψυχιατρικών διαταραχών σε εγχειρίδια ψυχιατρικής. Ψυχαναλυτικές θεωρίες, ορισμένες προσωπικές συμπεριφορές, πιέσεις (stress), οικογενειακές δυσλειτουργίες και κοινωνικά προβλήματα είχαν ενοχοποιηθεί ως πιθανοί αιτιολογικοί παράγοντες.
Το 1985 όμως, μία δημοσίευση από ένα ερευνητικό κέντρο στη Δανική πόλη Aarhus απετέλεσε το σημείο καμπής για το κλινικό και ερευνητικό ενδιαφέρον για τη νυκτερινή ενούρηση. Οι συγγραφείς διετύπωσαν τεκμηριωμένα τη θεωρία ότι ένα επεισόδιο νυκτερινής ενουρήσεως θα μπορούσε να οφείλεται σε νυκτερινή πολυουρία, πλήρωση της ουροδόχου κύστεως μέχρι το όριό της κατά τη διάρκεια του ύπνου και ακούσια απώλεια ούρων (ούρηση) στο κρεβάτι. Η πολυουρία φαίνεται ότι προκαλείται από σχετικό έλλειμμα αντιδιουρητικής ορμόνης (αργινινικής βαζοπρεσσίνης) κατά τη διάρκεια της νύκτας. Τα επίπεδα της αντιδιουρητικής ορμόνης στο πλάσμα δεν αυξάνονται κατά τη διάρκεια της νύκτας στα ενουρητικά παιδιά όπως συνήθως συμβαίνει σε μη ενουρητικά άτομα κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Στα φυσιολογικά, εγκρατή άτομα, παιδιά ή ενήλικες, η παραγωγή ούρων ανά μονάδα χρόνου, μειώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου εν σχέσει με την ημέρα. Αυτός ο μηχανισμός είναι ευεργετικός, επειδή επιτρέπει να μην διακόπτεται ο ύπνος από ενδεχόμενη διάταση της κύστεως λόγω αυξημένου όγκου ούρων. Μετά τη δημοσίευση του δανικού άρθρου το 1985, δημοσιεύθηκαν εκατοντάδες άρθρα για θέματα σχετικά με την ενούρηση.
Επιπλέον, υπάρχει μία λανθασμένη προκατάληψη που εμποδίζει τους γονείς ακόμα και να αναφέρουν στο γιατρό την πάθηση του παιδιού τους, επειδή:
- τη θεωρούν ταμπού
- ντρέπονται να αναφέρουν το κληρονομικό τους ιστορικό-ένα παιδί με 1 γονέα ενουρητικό έχει πιθανότητα 45% να είναι και αυτό ενουρητικό, με 2 το ποσοστό γίνεται 75%
- νομίζουν ότι θα κατηγορηθούν ότι το παιδί δεν σταμάτησε να βρέχεται εξαιτίας δικών τους παραλείψεων ή λαθών.
- τη θεωρούν ταμπού
- ντρέπονται να αναφέρουν το κληρονομικό τους ιστορικό-ένα παιδί με 1 γονέα ενουρητικό έχει πιθανότητα 45% να είναι και αυτό ενουρητικό, με 2 το ποσοστό γίνεται 75%
- νομίζουν ότι θα κατηγορηθούν ότι το παιδί δεν σταμάτησε να βρέχεται εξαιτίας δικών τους παραλείψεων ή λαθών.
Σε αντίθεση με τα όσα λανθασμένα πιστεύονται μέχρι σήμερα, η νυκτερινή ενούρηση δεν έχει ψυχολογικά αίτια, αλλά μπορεί να δημιουργήσει ψυχολογικές διαταραχές, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού, κοινωνική απομόνωση και σε ακραίες περιπτώσεις ακόμη και σεξουαλικές διαταραχές μετά την εφηβεία.
Μία πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε ένα μεγάλο αριθμό οικογενειών που είχαν ενουρητικά παιδιά, απέδειξε σαφώς ότι ανεξαρτήτως οικογενειακής προελεύσεως, τα παιδιά που παρουσιάζουν νυκτερινή ενούρηση γενικά έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση για τον εαυτό τους. Η αυτοεκτίμηση των παιδιών είναι μία σημαντική ψυχολογική μεταβλητή που συνδέεται με τη ψυχική υγεία. Χαμηλή αυτοεκτίμηση απαντάται σε ποικίλες ψυχιατρικές διαταραχές, όπως κατάθλιψη, προβλήματα φαγητού και προβλήματα ταυτότητος. Επομένως, αν η χαμηλή αυτοεκτίμηση επιμείνει επί σειράν ετών σε παιδιά με δυσλειτουργίες της ουρήσεως, αργότερα πρέπει να αναμένονται ψυχολογικές και ψυχιατρικές διαταραχές.
Η τυπική εικόνα ενός ενουρητικού παιδιού είναι η εξής: Χαμηλό επίπεδο αυτοεκτιμήσεως για τον εαυτό του, κακές σχέσεις με τις οικογένειές του και τους φίλους του και έλλειψη εμπιστοσύνης στις ικανότητές του. Το πρόβλημα αναγνωρίζεται εύκολα, ακόμα και σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Μετά από επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος, η αυτοεκτίμηση του παιδιού επανέρχεται ταχέως. Συνεπώς, πρέπει να συστηθεί η έγκαιρη θεραπεία προκειμένου να αποφευχθούν μεταγενέστερες ψυχιατρικές διαταραχές.
Τα τελευταία χρόνια, οι έρευνες απέδειξαν οριστικά ότι πρόκειται για οργανικό πρόβλημα που πρέπει να διερευνάται συστηματικά και να αντιμετωπίζεται έγκαιρα από τους γιατρούς που θα συμβουλεύσουν τους γονείς για τον καταλληλότερη μέθοδο αντιμετώπισης. Υπολογίζεται ότι το 10% των παιδιών 7 ετών πάσχουν από Πρωτοπαθή (Μονοσυμπτωματική) Νυκτερινή Ενούρηση, ενώ ο ρυθμός αυτομάτου ιάσεως είναι 15% ετησίως. Όμως το 0,6-1% των ατόμων άνω των 15 ετών θα παραμείνουν ενουρητικά δια βίου. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα, πάσχουν 100.000 παιδιά από 5 μέχρι 15 ετών.
Πηγή: www.healthierworld.gr
Νυκτερινή ενούρηση (Όταν το παιδί βρέχεται το βράδυ)