Για αιώνες, η μουσικοχορευτική διαδικασία στις παραδοσιακές κοινωνίες κάλυπτε ως κυρίαρχο μέσο ανάγκες έκφρασης, δημιουργίας, επικοινωνίας. Με την παράλληλη ψυχαγωγική –εκτονωτική της επενέργεια συνέδραμε στην ψυχική αποφόρτιση και ισορροπία των μελών της κοινωνικής ομάδας.
Πέραν όμως αυτού του ρόλου του, ο χορός λειτουργούσε καταλυτικά και ως μέσο διατήρησης, επιβεβαίωσης και ανανέωσης των κοινωνικών δομών και πλαισίων που επέβαλλε η εκάστοτε οικονομικοκοινωνική κατάσταση. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια λάμβαναν χώρα οι αντίστοιχες κοινωνικές και εθιμικές εκδηλώσεις (γιορτές, πανηγύρια, γάμοι κλπ.) συνδεόμενες άμεσα με το αγροτικό- γεωργοκτηνοτροφικό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης. Κάθε προσωπική έκφραση ήταν κι αυτή αυστηρά ενταγμένη στην ευρύτερη κοινωνική. Ο χορός λοιπόν, ως σύμβολο έκφρασης της κοινωνικής ομάδας και των τοπικών ιδιαιτεροτήτων της, απ’ τη μια ενίσχυε και απ’ την άλλη αναπαρήγαγε το εκάστοτε κοινωνικό μοντέλο.
Τα παιδιά, τα νέα μέλη της κοινότητας, είτε λόγω της διάθεσης μίμησης και αναπαραγωγής προτύπων, είτε με την παρότρυνση των μεγάλων, εντάσσονταν ομαλά στα χορευτικά σχήματα, χορεύοντας συνήθως στο τέλος του κύκλου. Άλλοτε πάλι δημιουργούσαν δικά τους κύκλια σχήματα εκτός του βασικού κύκλου σε παράλληλα επίπεδα μιμούμενα τους μεγάλους, ή εκπαιδευόμενα από τα μεγαλύτερα παιδιά που είχαν περισσότερες χορευτικές γνώσεις.Η ένταξη αυτή στη χορευτική ομάδα ακολουθούσε τους κανόνες ιεραρχίας, ευπρέπειας, τάξης, χορευτικής ταύτισης και ομοιομορφίας και οδηγούσε στη χορευτική μύηση (εμπειρία-γνώση) αλλά συγχρόνως και σε μια καθ’ όλα ομαλή κοινωνική ενσωμάτωση. Η κοινωνικοποίηση ολοκληρωνόταν καθώς το παιδί μεγάλωνε και λειτουργούσε «δια βίου» ενσωματώνοντας ιδιαιτερότητες, αλλαγές, αναθεωρημένες πρακτικές και προοπτικές. Ασφαλώς ο χορός δεν αποτελούσε την μοναδική οδό για την ένταξη και κοινωνικοποίηση του ατόμου, ήταν όμως απ’ τους βασικότερους και πιο «ακίνδυνους» τρόπους, καθώς κάθε εκδήλωση κοινωνικής συνεύρεσης της τοπικής κοινωνίας συνοδευόταν σχεδόν πάντα με χορό και τραγούδι.
Σήμερα βέβαια ο ρόλος και η λειτουργία της μουσικοχορευτικής διαδικασίας διαφέρουν τελείως στις σύγχρονες κοινωνίες και ελάχιστα έως καθόλου εξυπηρετούν τέτοιες πρακτικές, ακόμα και σε περιοχές που επιβιώνουν χορευτικά δρώμενα. Παρουσιάζεται όμως η προοπτική κοινωνικοποίησης του παιδιού στη χορευτική ομάδα (σχολείο, γειτονιά, ενορία, σύλλογος κλπ.) σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, αλλά εξίσου σημαντικό σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από κοινωνική απομόνωση. Είναι πολύ συχνά τα φαινόμενα δυσκολίας προσαρμογής και ένταξης πολλών παιδιών στην ομάδα, στην παρέα, στο σχολείο.
Οι ελληνικοί χοροί σήμερα, με την καθοδήγηση εξειδικευμένου δασκάλου –παιδαγωγού (γυμναστή ΤΕΦΑΑ, δασκάλου πανεπιστημιακού πτυχίου) μπορούν να συμβάλλουν άμεσα και συχνά αποτελεσματικά σε τυχόν δυσκολίες ένταξης στην ομάδα σε παιδιά που έχουν τάσεις απομόνωσης και αυτοπεριθωριοποίησης, αγοραφοβικά σύνδρομα ή συμπλεγματικές συμπεριφορές. Μέσω μιας αβίαστης ομαδοποίησης ο χορός οδηγεί στη φυσική ένταξη στο χορευτικό σύνολο. Τα παιδιά πιάνονται και σχηματίζουν κύκλο ή ευθεία και αυτόματα νιώθουν ισότιμα μέλη της ομάδας. Η σταδιακή εξέλιξη των λαβών (απ’ τα χέρια, απ’ τους ώμους, σταυρωτά κλπ.) γίνεται συνειδητά και προσχεδιασμένα απ’ τον υπεύθυνο δάσκαλο -γι’ αυτό και προϋποθέτει εξειδικευμένες γνώσεις παιδαγωγικής και χορού για τις μικρές ηλικίες- και οδηγεί σταδιακά στην προσαρμογή και ένταξη του παιδιού στην ομάδα.
Ως μέλη της χορευτικής ομάδας διδάσκονται, δημιουργούν και βιώνουν το «χορευτικό αποτέλεσμα» το οποίο αποτελεί προϊόν ομαδικής δουλειάς και δεν στηρίζεται στις επιδόσεις μεμονωμένων ατόμων. Έτσι οι τυχόν προσωπικές αδυναμίες δεν αναδεικνύονται και δεν στοχοποιούνται (με τις καίριες επεμβάσεις και τους σωστούς χειρισμούς του δασκάλου), αντίθετα η επιτυχία της ομάδας εισπράττεται απ’ όλους. Με την ενθάρρυνση και μετάδοση θετικής ανατροφοδότησης αμβλύνεται η διαφορετικότητα. Και η όποια κατάκτηση των χορευτικών στόχων, ισχυροποιεί την αίσθηση της ομαδικότητας και της συλλογικής προσπάθειας. Το παιδί βιώνει την ομορφιά του ομαδικού αποτελέσματος, αντιλαμβάνεται έστω και έμμεσα την ανάγκη συνύπαρξης και συνδημιουργίας με τα άλλα παιδιά χωρίς το άγχος του ανταγωνισμού, της βαθμολόγησης της προσπάθειας ή της κατάταξης στην ομάδα. Η έλλειψη ανταγωνισμού στους ελληνικούς χορούς, τουλάχιστον στην πρώτη φάση εκμάθησης, είναι επίσης ένας από τους σημαντικούς επιβοηθητικούς παράγοντες κοινωνικοποίησης και ομαλής ένταξης στην ομάδα (χορευτική- κοινωνική). Ιδιαίτερα καθοριστική καθίσταται βέβαια η παρέμβαση του δασκάλου που θα πρέπει να εναλλάσσει τους πρωτοχορευτές, να μην επαινεί τα άτομα, αλλά την ομάδα, να μην μεγεθύνει τα λάθη, αλλά τις επιτυχίες και γενικά να προάγει το πνεύμα της ομαδικότητας και της συνεργασίας.
Η αξία και η σημασία των παραπάνω θέσεων υλοποιείται όμορφα σε θεάματα όπου βλέπουμε παιδιά να συμμετέχουν σε χορευτικά δρώμενα μαζί με μεγάλους, αλλά πολύ περισσότερο όταν συστήνονται αμιγείς παιδικές χορευτικές ομάδες είτε αυθόρμητα σε παραδοσιακά γλέντια, είτε οργανωμένα σε επίσημες γιορτές και εκδηλώσεις. Παράλληλα, η αίσθηση που εισπράττει το παιδί, να ανήκει σε μια ομάδα που του προσφέρει χαρά, ασφάλεια, αναγνώριση, παιχνίδι και συναναστροφή με παιδιά της ηλικίας του είναι ό, τι πιο σημαντικό για την ευαίσθητη παιδική ηλικία και μαζί με την συμπλέουσα αίσθηση που παρέχει η οικογένεια, θεμελιώνεται η σωστή βάση ανάπτυξης και εξέλιξης της προσωπικότητας του παιδιού.
Νίκος Τριανταφύλλου
Καθηγητής Φυσικής Αγωγής
Η συμβολή των ελληνικών χορών στην κοινωνικοποίηση του παιδιού