Πολλά παιδιά, τα πρώτα χρόνια της σχολικής τους φοίτησης, δυσφορούν ή αρνούνται να πάνε στο σχολείο κάποιες φορές. Συνήθως, όμως, ύστερα από... κάποια συζήτηση με τους γονείς τους το ξεπερνούν. Μερικές φορές, η άρνηση του παιδιού είναι τόσο έντονη, που μας δημιουργεί την εντύπωση ότι αδιαφορεί για κάθε σχολική δραστηριότητα. Ωστόσο, αν δούμε βαθύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι και οι γονείς του ίσως δείχνουν μια αδιάφορη ή και εχθρική στάση απέναντι στο σχολείο, επειδή και οι ίδιοι πιθανώς είχαν αντιμετωπίσει δυσκολίες.
Άθελα τους, λοιπόν, προβάλλουν τα δικά τους συναισθήματα στη σχολική φοίτηση του παιδιού τους. Υπάρχει, βέβαια, και η αντίθετη πλευρά, η άρνηση του παιδιού δηλαδή, απορρέει από τις υπερβολικές απαιτήσεις των γονέων, που δημιουργούν στο παιδί την αίσθηση ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει. Το παιδί αντιτίθεται, ενοχλείται με το σχολείο, παρουσιάζει πιθανώς διαταραχές στη συμπεριφορά, θυμό και συναισθηματική αστάθεια ή, αντίθετα, η άρνησή του παίρνει τη μορφή παθητικότητας. Παραμένει σιωπηλό, θυμωμένο και ονειρεύεται. Στην προεφηβεία ή την εφηβεία, η αντίθεση εκδηλώνεται με σκασιαρχείο. Η σχολική άρνηση είναι από τη φύση της διαφορετική σε συνάρτηση με την ηλικία του παιδιού.
Κάποιες φορές, όμως, η άρνηση παίρνει μεγάλες διαστάσεις και εξελίσσεται σε σχολική φοβία. Το παιδί διαμαρτύρεται, κλαίει, φωνάζει και αρνείται κατηγορηματικά να πάει στο σχολείο. Οι γονείς στην αρχή τρομάζουν, ανησυχούν, πιστεύουν ότι κάτι σοβαρό τού συμβαίνει. Όταν μάλιστα παραπονιέται ότι πονά η κοιλιά του, το κεφάλι του ή θέλει να κάνει εμετό, αναστατώνονται και σπεύδουν να συμβουλευτούν τον παιδίατρο. Παρ' ότι όμως συνήθως τους διαβεβαιώνει ότι το παιδί τους είναι υγιέστατο, οι ίδιοι δυσπιστούν, όταν βλέπουν ότι κάθε φορά που πρόκειται να πάει στο σχολείο σφαδάζει από τους πόνους. Όταν το κρατούν στο σπίτι, το παιδί, ως διά μαγείας, νιώθει καλά. Σε αρκετές περιπτώσεις, το πρόβλημα εμμένει και οι γονείς βρίσκονται σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ξέρουν ποιο δρόμο να ακολουθήσουν. Τότε απευθύνονται στους ειδικούς για βοήθεια.
Η σχολική φοβία είναι μια κατάσταση κατά την οποία το παιδί, για φαινομενικά παράδοξους λόγους, αρνείται να πάει στο σχολείο και αντιστέκεται με έντονες αντιδράσεις άγχους ή πανικού στις προσπάθειες των γονέων του να το πείσουν να πάει. Κλαίει, τους παρακαλεί και υπόσχεται ότι θα πάει την επόμενη ημέρα. Αν το πιέσουν, η κρίση παίρνει δραματική τροπή, καθώς κλείνεται στο δωμάτιό του και κλαίει, ενώ δεν δέχεται κανένα επιχείρημα. Άλλοτε, εξαιτίας της αγωνίας του, του πανικού και της απόγνωσης που νιώθει, μπορεί να γίνει επιθετικό προς τους γονείς του που επιμένουν. Στις ηλικίες μεταξύ 5-7 ετών παραπονιέται για συμπτώματα, όπως κεφαλαλγίες, πόνους στην κοιλιά ή ακόμη και εμετούς. Επιπλέον, ίσως παρατηρηθούν ενούρηση, εγκόπριση, νυχτερινοί εφιάλτες, άρνηση να φάει, υπερκινητικότητα κ.λπ. Σε κάποιες περιπτώσεις που η άρνηση φαίνεται να καταλαγιάζει, αφήνεται παθητικά να οδηγηθεί στο σχολείο, αλλά πολύ σύντομα εγκαταλείπει την τάξη, τρέπεται σε φυγή για να επιστρέψει στο σπίτι του ή να περιπλανηθεί, αν δε βρει κανέναν εκεί.
Η σχολική φοβία φαίνεται ότι είναι λίγο πιο συχνή στα αγόρια. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων συναντάται σε μοναχοπαίδια, πρωτότοκα ή μικρότερα παιδιά. Πρόκειται συνήθως για παιδιά με μέση ή και ανώτερη νοημοσύνη, τα οποία παρουσιάζουν καλή σχολική επίδοση. Το άγχος τους συνδέεται στενά με στιγμές που ένιωσαν φόβο κατά την έναρξη της σχολικού έτους.
Ίσως έχουν προηγηθεί γεγονότα που τα επηρέασαν, όπως αλλαγή σχολείου, ασθένεια ή θάνατος ενός γονέα, νοσηλεία ή παραμονή στο σπίτι του ίδιου του παιδιού ύστερα από κάποια ασθένεια ή ατύχημα.
Ασυνείδητα προχωρά σε συνειρμούς που του δημιουργούν φόβο, ότι ο δάσκαλος είναι αυστηρός, ότι οι συμμαθητές στην τάξη είναι κακοί ή το κοροϊδεύουν και ότι θεωρεί υπεύθυνη την πρόσφατη αλλαγή του σχολείου. Αν δεν πάει στο σχολείο κάποιες ημέρες, η φοβία ενισχύεται επειδή έμεινε πίσω στα μαθήματα και δεν γνωρίζει το πρόγραμμα. Στο σπίτι, συνήθως, δέχεται να μελετήσει τα σχολικά μαθήματα και να κάνει τις εργασίες του, προσπαθώντας έτσι να κατακτήσει αυτά που χάνει με την απουσία του. Ίσως διαπιστώσουμε ότι στο παιδί πιθανόν να συνυπάρχουν ή να υπήρχαν παλαιότερα και άλλες μορφές φοβικής συμπεριφοράς, όπως φόβος στο σκοτάδι, αγοραφοβία κ.ά.
Τα παιδιά με σχολική φοβία φαίνονται αρκετά εξαρτημένα και δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικά. Όταν βρίσκονται μακριά από την οικογένεια, είναι δειλά, συνεσταλμένα και φοβισμένα. Αντίθετα, η εικόνα αλλάζει όταν βρίσκονται στο σπίτι τους. Συχνά, γίνονται δυνάστες των γονέων τους.
Το παιδί παρουσιάζει αμφιθυμικά συναισθήματα, δικαιολογεί δηλαδή τη φοβία του με την ανησυχία ότι θα συμβεί κάτι κακό στη μητέρα του ενώ αυτό θα είναι στο σχολείο. Η δε μητέρα συνήθως περιγράφεται ως αγχώδης, φοβική και υπερπροστατευτική, στοιχεία που ενισχύουν την εξάρτηση του παιδιού από την ίδια και δεν ενθαρρύνουν την αυτενέργειά του. Ο πατέρας παρουσιάζεται ανασφαλής, αδύναμος ή απών (διαζύγιο ή θάνατος). Σε ό,τι αφορά το οικογενειακό μοντέλο, το παιδί, κυρίως αν είναι αγόρι, δεν έχει δημιουργήσει με τον πατέρα κάποια στενή σχέση.
Η πορεία του παιδιού που παρουσιάζει σχολική φοβία καθορίζεται από τη συγκρουσιακή δυναμική της οικογένειας, καθώς και από ενδεχόμενα επιμέρους ψυχοπαθολογικά στοιχεία. Μπορούμε, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι περίπου στις μισές περιπτώσεις υπάρχει πλήρης ένταξη του παιδιού τόσο στο σχολείο όσο και στην εξωσχολική ζωή. Στις άλλες μισές, παρ' ό,τι το παιδί εντάσσεται στο σχολείο, η φοβία παραμένει σε ηπιότερη μορφή και πιθανώς παρουσιάζονται διάφορες δυσκολίες στις σχέσεις του με τους άλλους. Τέλος, σε λίγες περιπτώσεις, υπάρχει δυσμενής εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την εμμονή της σχολικής φοβίας και κυρίως από την ύπαρξη πρόσθετων δυσκολιών στην κοινωνική προσαρμογή του παιδιού.
Πηγή: www.netfamily.gr
Άθελα τους, λοιπόν, προβάλλουν τα δικά τους συναισθήματα στη σχολική φοίτηση του παιδιού τους. Υπάρχει, βέβαια, και η αντίθετη πλευρά, η άρνηση του παιδιού δηλαδή, απορρέει από τις υπερβολικές απαιτήσεις των γονέων, που δημιουργούν στο παιδί την αίσθηση ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει. Το παιδί αντιτίθεται, ενοχλείται με το σχολείο, παρουσιάζει πιθανώς διαταραχές στη συμπεριφορά, θυμό και συναισθηματική αστάθεια ή, αντίθετα, η άρνησή του παίρνει τη μορφή παθητικότητας. Παραμένει σιωπηλό, θυμωμένο και ονειρεύεται. Στην προεφηβεία ή την εφηβεία, η αντίθεση εκδηλώνεται με σκασιαρχείο. Η σχολική άρνηση είναι από τη φύση της διαφορετική σε συνάρτηση με την ηλικία του παιδιού.
Κάποιες φορές, όμως, η άρνηση παίρνει μεγάλες διαστάσεις και εξελίσσεται σε σχολική φοβία. Το παιδί διαμαρτύρεται, κλαίει, φωνάζει και αρνείται κατηγορηματικά να πάει στο σχολείο. Οι γονείς στην αρχή τρομάζουν, ανησυχούν, πιστεύουν ότι κάτι σοβαρό τού συμβαίνει. Όταν μάλιστα παραπονιέται ότι πονά η κοιλιά του, το κεφάλι του ή θέλει να κάνει εμετό, αναστατώνονται και σπεύδουν να συμβουλευτούν τον παιδίατρο. Παρ' ότι όμως συνήθως τους διαβεβαιώνει ότι το παιδί τους είναι υγιέστατο, οι ίδιοι δυσπιστούν, όταν βλέπουν ότι κάθε φορά που πρόκειται να πάει στο σχολείο σφαδάζει από τους πόνους. Όταν το κρατούν στο σπίτι, το παιδί, ως διά μαγείας, νιώθει καλά. Σε αρκετές περιπτώσεις, το πρόβλημα εμμένει και οι γονείς βρίσκονται σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ξέρουν ποιο δρόμο να ακολουθήσουν. Τότε απευθύνονται στους ειδικούς για βοήθεια.
Η σχολική φοβία είναι μια κατάσταση κατά την οποία το παιδί, για φαινομενικά παράδοξους λόγους, αρνείται να πάει στο σχολείο και αντιστέκεται με έντονες αντιδράσεις άγχους ή πανικού στις προσπάθειες των γονέων του να το πείσουν να πάει. Κλαίει, τους παρακαλεί και υπόσχεται ότι θα πάει την επόμενη ημέρα. Αν το πιέσουν, η κρίση παίρνει δραματική τροπή, καθώς κλείνεται στο δωμάτιό του και κλαίει, ενώ δεν δέχεται κανένα επιχείρημα. Άλλοτε, εξαιτίας της αγωνίας του, του πανικού και της απόγνωσης που νιώθει, μπορεί να γίνει επιθετικό προς τους γονείς του που επιμένουν. Στις ηλικίες μεταξύ 5-7 ετών παραπονιέται για συμπτώματα, όπως κεφαλαλγίες, πόνους στην κοιλιά ή ακόμη και εμετούς. Επιπλέον, ίσως παρατηρηθούν ενούρηση, εγκόπριση, νυχτερινοί εφιάλτες, άρνηση να φάει, υπερκινητικότητα κ.λπ. Σε κάποιες περιπτώσεις που η άρνηση φαίνεται να καταλαγιάζει, αφήνεται παθητικά να οδηγηθεί στο σχολείο, αλλά πολύ σύντομα εγκαταλείπει την τάξη, τρέπεται σε φυγή για να επιστρέψει στο σπίτι του ή να περιπλανηθεί, αν δε βρει κανέναν εκεί.
Η σχολική φοβία φαίνεται ότι είναι λίγο πιο συχνή στα αγόρια. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων συναντάται σε μοναχοπαίδια, πρωτότοκα ή μικρότερα παιδιά. Πρόκειται συνήθως για παιδιά με μέση ή και ανώτερη νοημοσύνη, τα οποία παρουσιάζουν καλή σχολική επίδοση. Το άγχος τους συνδέεται στενά με στιγμές που ένιωσαν φόβο κατά την έναρξη της σχολικού έτους.
Ίσως έχουν προηγηθεί γεγονότα που τα επηρέασαν, όπως αλλαγή σχολείου, ασθένεια ή θάνατος ενός γονέα, νοσηλεία ή παραμονή στο σπίτι του ίδιου του παιδιού ύστερα από κάποια ασθένεια ή ατύχημα.
Ασυνείδητα προχωρά σε συνειρμούς που του δημιουργούν φόβο, ότι ο δάσκαλος είναι αυστηρός, ότι οι συμμαθητές στην τάξη είναι κακοί ή το κοροϊδεύουν και ότι θεωρεί υπεύθυνη την πρόσφατη αλλαγή του σχολείου. Αν δεν πάει στο σχολείο κάποιες ημέρες, η φοβία ενισχύεται επειδή έμεινε πίσω στα μαθήματα και δεν γνωρίζει το πρόγραμμα. Στο σπίτι, συνήθως, δέχεται να μελετήσει τα σχολικά μαθήματα και να κάνει τις εργασίες του, προσπαθώντας έτσι να κατακτήσει αυτά που χάνει με την απουσία του. Ίσως διαπιστώσουμε ότι στο παιδί πιθανόν να συνυπάρχουν ή να υπήρχαν παλαιότερα και άλλες μορφές φοβικής συμπεριφοράς, όπως φόβος στο σκοτάδι, αγοραφοβία κ.ά.
Τα παιδιά με σχολική φοβία φαίνονται αρκετά εξαρτημένα και δεν είναι ιδιαίτερα κοινωνικά. Όταν βρίσκονται μακριά από την οικογένεια, είναι δειλά, συνεσταλμένα και φοβισμένα. Αντίθετα, η εικόνα αλλάζει όταν βρίσκονται στο σπίτι τους. Συχνά, γίνονται δυνάστες των γονέων τους.
Το παιδί παρουσιάζει αμφιθυμικά συναισθήματα, δικαιολογεί δηλαδή τη φοβία του με την ανησυχία ότι θα συμβεί κάτι κακό στη μητέρα του ενώ αυτό θα είναι στο σχολείο. Η δε μητέρα συνήθως περιγράφεται ως αγχώδης, φοβική και υπερπροστατευτική, στοιχεία που ενισχύουν την εξάρτηση του παιδιού από την ίδια και δεν ενθαρρύνουν την αυτενέργειά του. Ο πατέρας παρουσιάζεται ανασφαλής, αδύναμος ή απών (διαζύγιο ή θάνατος). Σε ό,τι αφορά το οικογενειακό μοντέλο, το παιδί, κυρίως αν είναι αγόρι, δεν έχει δημιουργήσει με τον πατέρα κάποια στενή σχέση.
Η πορεία του παιδιού που παρουσιάζει σχολική φοβία καθορίζεται από τη συγκρουσιακή δυναμική της οικογένειας, καθώς και από ενδεχόμενα επιμέρους ψυχοπαθολογικά στοιχεία. Μπορούμε, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι περίπου στις μισές περιπτώσεις υπάρχει πλήρης ένταξη του παιδιού τόσο στο σχολείο όσο και στην εξωσχολική ζωή. Στις άλλες μισές, παρ' ό,τι το παιδί εντάσσεται στο σχολείο, η φοβία παραμένει σε ηπιότερη μορφή και πιθανώς παρουσιάζονται διάφορες δυσκολίες στις σχέσεις του με τους άλλους. Τέλος, σε λίγες περιπτώσεις, υπάρχει δυσμενής εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την εμμονή της σχολικής φοβίας και κυρίως από την ύπαρξη πρόσθετων δυσκολιών στην κοινωνική προσαρμογή του παιδιού.
Πηγή: www.netfamily.gr
Σχολική φοβία