Φωτο από www.artmag.gr |
«Νέοι, στη σκέψη όλων μας, μια χώρα δε ζει από τους πολέμους, τις κατακτήσεις, τις νίκες της. Ζει μέσα στις καρδιές και μεγαλώνει στις σκέψεις μας, από τη συμβολή της στον πνευματικό και αισθητικό τομέα της ανθρωπότητας. Πολλές πολιτείες χάθηκαν, πολλές χώρες σκοτείνιασαν. Εκείνο που έμεινε, εκείνο που μένει, είναι η ομορφιά της Τέχνης και η Σκέψη».
Σε αυτά τα λόγια του γλύπτη Αντουάν Μπουρντέλ συνοψίζει η γλύπτρια Μοσχονά-Καλαμάρα (1986) την ανυπολόγιστη προσφορά της τέχνης στον άνθρωπο και τονίζει ότι τα θετικά, από εκπαιδευτική άποψη, της διδασκαλίας των εικαστικών ειδικά τεχνών εμπεριέχονται στην ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας. Η διαδικασία αυτή, ξέχωρα από το αισθητικό της αποτέλεσμα, αποτελεί πολύπλευρη δραστηριότητα που για να επιτευχθεί κινητοποιεί τη φαντασία, τη γνώση, τον ψυχισμό και τη δεξιότητα του παιδιού, αφού δε σταματά στο στάδιο της νοητικής σύλληψης, αλλά προχωρά και στη μορφολογική πραγμάτωση. Αυτό ακριβώς το πλεονέκτημα ξεχωρίζει την τέχνη από την επιστήμη: ούσα η τέχνη αναπόσπαστα δεμένη με την πράξη –κι όχι απλά θεωρητικό εργαλείο– συνιστά παραγωγική δύναμη. Μέσα δε από όλες τις μορφές της τέχνης, μόνο οι εικαστικές μπορούν να παράγουν έργο ορατό και συνάμα υλικά αισθητό.
Παρόμοια είναι η θέση της Σάλλα-Δοκουμετζίδη (1996) για την επίδραση των Εικαστικών Τεχνών στο παιδί, που υπογραμμίζει ότι ο μαθητής μέσα από την καλλιτεχνική εκπαίδευση αναπτύσσει τις γνωστικές εκείνες ικανότητες που του επιτρέπουν να αναλύει, να κρίνει, να ερμηνεύει και να περιγράφει τις εκφραστικές ποιότητες που κρύβονται στα έργα τέχνης και στο ευρύτερο περιβάλλον του. Μέσα από το μάθημα αυτό το παιδί γίνεται ικανό να κατανοήσει την τέχνη και άρα την κουλτούρα, δύο στοιχεία αλληλένδετα.
Τα προσωπικά οφέλη που αποκομίζει το παιδί τονίζει και ο Δανασσής-Αφεντάκης (1997). Η Εικαστική Αγωγή, σημειώνει, επιτυγχάνει τη μύηση του νέου ανθρώπου στη δημιουργική διαδικασία μέσα από την πράξη. Η πράξη της δημιουργίας προσφέρει ένα νέο τρόπο όρασης. Μαθαίνει το παιδί να συλλαμβάνει τον κόσμο που το περιβάλλει πολυδιάστατα, μέσα από τη Μορφή, το Σχήμα, το Χώρο, την Κίνηση. Κάθε παιδί που δημιουργεί αισθάνεται τον ενθουσιασμό της ελεύθερης έκφρασης. Κινητοποιεί τη γονιμοποίηση της φαντασίας, της γνώσης, του ψυχισμού και της δεξιότητας. Ταυτόχρονα, η διδασκαλία της τέχνης στο σχολείο αναπτύσσει την κοινωνικότητα και ξεπερνά τον ατομικισμό, αφού αποκλείει το στοιχείο της απόρριψης και παροτρύνει την ενεργή συμμετοχή και συνεργασία. Επομένως, η τέχνη είναι «τόπος ελευθερίας και έκφρασης όσο και τόπος συνάντησης με τους άλλους.» (σελ.24). Για όλα τα παραπάνω, ο Δανασσής-Αφεντάκης συμπεραίνει ότι η τέχνη πρέπει να λάβει τη σωστή της θέση στο σχολείο.
Στον κοινωνικό ρόλο της τέχνης αναφέρεται, επίσης, ο αμερικάνικος Διεθνής Οργανισμός Εκπαίδευσης μέσω της Τέχνης (National Art Education Association ή ΝΑΕΑ)(1996). Υπογραμμίζει ότι η εκπαιδευτική επιτυχία των παιδιών μας εξαρτάται από τη δημιουργία μιας κοινωνίας που θα είναι εγγράμματη, αλλά και γεμάτη φαντασία, ανταγωνιστική, αλλά και δημιουργική. Η τέχνη δημιουργεί κουλτούρες και χτίζει πολιτισμούς, άρα έχει και πολιτιστική προσφορά. Επιπλέον, σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι το μάθημα της τέχνης παρέχει στους μαθητές τρόπους να αντιλαμβάνονται τις ανθρώπινες εμπειρίες, παρελθοντικές και παροντικές, τους μαθαίνει να προσαρμόζονται και να σέβονται τους διαφορετικούς τρόπους σκέψης και πράξης, να μοιράζονται τις ιδέες τους και τα συναισθήματά τους με πολλούς τρόπους.
Όλες τις παραπάνω απόψεις κατηγοριοποιεί η Chapman (1998), υποστηρίζοντας ότι μέσα από τη διδασκαλία της τέχνης το παιδί πετυχαίνει: α)προσωπική πλήρωση, β)εκτίμηση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς, γ)συνείδηση του κοινωνικού ρόλου της τέχνης. Και επεξηγεί:
Η προσωπική πλήρωση πραγματοποιείται με τη χρήση της τέχνης ως εκφραστικό μέσο, δια μέσου, δηλαδή, της δημιουργίας που απαιτεί αντιληπτική εγρήγορση, διασαφήνιση των συναισθημάτων και αντίληψη του κόσμου. Η εκτίμηση της καλλιτεχνικής κληρονομιάς και κουλτούρας επέρχεται με την επαφή του παιδιού με την τέχνη και τα έργα της, τα οποία οι μαθητές βλέπουν και συζητούν εντός και εκτός σχολείου. Μαθαίνουν έτσι να δίνουν αξία στα έργα των άλλων και, παράλληλα, να εκτιμούν τα δικά τους. Η συνείδηση του κοινωνικού ρόλου της τέχνης επιτυγχάνεται μέσα από τις ίδιες τις οπτικές μορφές που δημιουργεί το παιδί και οι οποίες το βοηθούν να εκφράσει την ταυτότητά του και το γεγονός ότι ανήκει σε μία ομάδα. Μέσα από αυτές, ακόμα, συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να διαμορφωθεί η τέχνη και να εκφράσει τα συναισθήματα των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κουλτούρες.
Στο αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών των Εικαστικών του ελληνικού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (2003) ο γενικός σκοπός του μαθήματος της Εικαστικής Αγωγής στο δημοτικό ερμηνεύεται ως η γνώση των εικαστικών τεχνών, η εμβάθυνση σε αυτές και η απόλαυσή τους «μέσα από ισόρροπες δραστηριότητες έρευνας και δημιουργίας έργων, αλλά και μέσα από τη γνώση και κατανόηση του φαινομένου της τέχνης, ώστε να καλλιεργηθεί ο μαθητής ως δημιουργός και φιλότεχνος θεατής» (στο ΑΠΣ Εικαστικών, σελ. 97).
Παίρνοντας μέρος στα Εικαστικά καλλιεργείται η δημιουργικότητα και η συμμετοχή του μαθητή, η γνωριμία και η χρήση των υλικών, εργαλείων και μέσων, η κριτική ικανότητα, η δυνατότητα ανάλυσης έργων τέχνης, η κατανόηση του φαινομένου της τέχνης γενικότερα, η αντίληψη της πολιτιστικής διάστασης και η συμβολή των τεχνών στον πολιτισμό, διαχρονικό και συγχρονικό.
Παρόμοιες απόψεις για την πολύμορφη και πολυδιάστατη προσφορά της διδασκαλίας της τέχνης στους μαθητές έχει ο Eisner που θεωρείται ευρέως ο πρωτεργάτης θεωρητικός της εκπαίδευσης μέσω της τέχνης στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Κατά τον Eisner (2002β), κάποια από τα «μαθήματα» που η τέχνη διδάσκει είναι:
1 )οι τέχνες μαθαίνουν στα παιδιά να κρίνουν τις ποιοτικές σχέσεις, αντίθετα από την υπόλοιπη διδακτέα ύλη όπου υπάρχουν μόνο σωστές και λάθος απαντήσεις,
2) οι τέχνες διδάσκουν τους μαθητές ότι τα προβλήματα δεν έχουν πάντα μόνο μία λύση,
3) οι τέχνες μας δείχνουν ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να ερμηνεύσει κανείς τον κόσμο,
4) οι τέχνες εξοικειώνουν τα παιδιά με τη ρευστότητα των πραγμάτων, τους μαθαίνουν να παραδίνονται στις απροσδόκητες πιθανότητες του έργου καθώς αυτό ξεδιπλώνεται,
5) οι τέχνες ζωντανεύουν το γεγονός ότι τα όρια της γλώσσας μας δεν είναι τα όρια της γνώσης μας,
6) οι τέχνες διδάσκουν στους μαθητές ότι μικρές διαφορές μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες επιπτώσεις,
7) οι τέχνες βοηθούν τα παιδιά να πουν τα ανείπωτα,
8) οι τέχνες μαθαίνουν στα παιδιά να σκέφτονται μέσω των υλικών για να κάνουν τις εικόνες πραγματικότητα,
9) οι τέχνες μας βοηθούν να αποκτήσουμε μοναδικές εμπειρίες και μέσα από αυτές να ανακαλύψουμε το εύρος και την ποικιλία των πραγμάτων που είμαστε ικανοί να κάνουμε,
10) η θέση των τεχνών στο σχολείο συμβολίζει για τους νέους αυτό που οι ενήλικες πιστεύουν ότι είναι σημαντικό (στο ΝΑΕΑ, 2010).
Σε όλα τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί μια διαφορετική οπτική των Εικαστικών Τεχνών, όπου η τέχνη παρουσιάζεται ως εργαλείο εκπαίδευσης για το περιβάλλον. Η περιβαλλοντολόγος Τσεβρένη (2009) μελέτησε το ρόλο της τέχνης σε μία περιβαλλοντική εκπαίδευση προσανατολισμένη στη δράση, θεμελιώνοντας τη δυνατότητα της τέχνης να λειτουργήσει ως μεθοδολογικό εργαλείο ενίσχυσης της συμμετοχής των παιδιών στη διαμόρφωση του περιβάλλοντός τους. Με τον τρόπο αυτό, τη συμβολή, δηλαδή, της τέχνης σε εκπαιδευτικά προγράμματα που έχουν σκοπό να ενισχύσουν την επαφή των παιδιών με τη φύση και το περιβάλλοντα χώρο, αναπτύσσεται η αυτοπεποίθηση του μαθητή και η ελευθερία της έκφρασης.
Η περιβαλλοντική προσφορά της τέχνης δε συναντάται συχνά στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, ίσως γιατί οι περιβαλλοντικές ανησυχίες είναι πρόσφατο, σχετικά, φαινόμενο και η διαθεματική αντιμετώπιση των μαθημάτων απαίτηση των τελευταίων, μόλις, χρόνων.
Στον παρακάτω πίνακα δεδομένων βλέπουμε τους στόχους –και άρα στην επιθυμητή προσφορά– της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, όπως αυτοί καταγράφηκαν σε 30 ευρωπαϊκές χώρες (κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ισλανδία, Λιχνενστάιν και Νορβηγία) το έτος 2007-2008, από την έρευνα που διεξήγαγε το Δίκτυο Ευρυδίκη για την Αισθητική Αγωγή στην εκπαίδευση με τίτλο «Τέχνες και πολιτιστική εκπαίδευση στα σχολεία της Ευρώπης».
ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
(2007-2008)
Έμφαση δίνεται από όλες τις χώρες στην ανάπτυξη των καλλιτεχνικών δεξιοτήτων του παιδιού μέσω των καλλιτεχνικών μαθημάτων. Η ικανότητα κρίσης του «ωραίου», η αναγνώριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και η προσωπική έκφραση μέσα από την τέχνη ακολουθούν. Ελάχιστες χώρες, σύμφωνα με τον πίνακα, στοχεύουν στην ανάδειξη των μαθητών-«ταλέντων» μέσα από τη διδασκαλία της τέχνης, κάτι που, άλλωστε, δεν υποστηρίχθηκε από κανέναν προαναφερόμενο.
Από όλα τα παραπάνω , μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι ειδικοί θεωρούν ότι το μάθημα των εικαστικών παρέχει στο παιδί οφέλη προσωπικά (αναπτύσσει τις δεξιότητες και τη δημιουργικότητά του) –που φαίνονται και ως σημαντικότερα, κοινωνικά (μαθαίνει να συνεργάζεται), πολιτιστικά (αποκτά καλλιέργεια και πολιτισμική ταυτότητα), περιβαλλοντικά (αποκτά επαφή με τη φύση).
Τέλος, αξίζει να συλλογιστούμε τα λόγια μιας μαθήτριας-αρθρογράφου σε ηλεκτρονική σχολική εφημερίδα λυκείου, που σε πέντε γραμμές, έμμεσα, συνοψίζει όσα οι «ειδικοί» ανέφεραν παραπάνω:
«Πάντως, δικός μας προορισμός, δηλαδή όλων εμάς των μαθητών, είναι να αλλάξουμε τον κόσμο και η τέχνη θα μπορούσε να γίνει ένα από τα πιο ισχυρά μας όπλα για αυτόν το σκοπό. Κι αν το μόνο που μπορεί το σχολείο να μας μάθει τελικά για την τέχνη είναι η γραμματική της αναγνώριση, αυτό δε σημαίνει ότι εμείς θα σταματήσουμε εκεί. Ας μην αφήσουμε όλη αυτήν τη σήψη του σήμερα να μας στερήσει το ταξίδι στο όνειρο…»
(Βαρδουλάκη, 2010)
Πηγή: www.artmag.gr
Επίσης:
Η προσφορά της Τέχνης και του μαθήματος της Εικαστικής Αγωγής στο παιδί