Γράφει η Καραγκιόζογλου-Λαμπουδή Θωμαή, Παιδίατρος - Γαστρεντερολόγος
Κάθε είδος θηλαστικού παράγει γάλα ειδικά σχεδιασμένο για τις ανάγκες των απογόνων του. Οι διατροφικές ανάγκες και άλλες ανάγκες καλύπτονται με τρόπο απαράμιλλο με το θηλασμό. Tο μητρικό γάλα αποτελεί ένα ζωντανό ιστό με δικό του κυτταρικό πληθυσμό, που επιτελεί ειδικές λειτουργίες.
Το μητρικό γάλα είναι πολύ σημαντικό για την άμυνα του νεογνού. Ο αριθμός των κυτταρικών στοιχείων (ουδετερόφιλα, μακροφάγα και λεμφοκύτταρα) είναι ιδιαίτερα υψηλός στο πρωτόγαλα και χαμηλότερος στο ώριμο γάλα. Τα μακροφάγα στο ανθρώπινο πρωτόγαλα έχουν υψηλές συγκεντρώσεις ανοσοσφαιρίνης Α που απελευθερώνεται ταχύτατα κατά τη φαγοκύτωση. Παραμένουν δραστικά στο pH του εντέρου, αλλά δεν είναι βέβαιο αν οι ρυθμιστικές ικανότητες του ανθρώπινου γάλακτος επιτρέπουν στα μακροφάγα να παραμένουν δραστικά κατά τη διέλευση από το στόμαχο. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν τα κύτταρα δεν επιβιώνουν κατά τη διέλευση από το στόμαχο, τα προϊόντα των μακροφάγων εξακολουθούν να έχουν κάποια δράση στο έντερο. Τα μακροφάγα και τα λεμφοκύτταρα στο ανθρώπινο γάλα μπορούν να συνθέτουν λυσοζύμη, στοιχεία του συμπληρώματος, λακτοφερρίνη, προσταγλανδίνη Ε2 και ιντερφερόνη. Επιπρόσθετα, ένας σημαντικός αριθμός συστατικών του μητρικού γάλατος, όπως λακτοφερρίνη, μονογλυκερίδια και ορισμένα λιπαρά οξέα, ασκούν αποτελεσματικά βακτηριοστατική ή βακτηριοκτόνο δράση, ενώ άλλα μόρια, όπως γλυκολιπίδια, ολιγοσακχαρίτες, λιπαρά οξέα και γλυκοπρωτεΐνες, καταλαμβάνουν τους υποδοχείς που χρειάζονται οι παθογόνοι μικροοργανισμοί ή συνδέονται με τοξίνες.
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το μητρικό γάλα περιέχει προβιοτικά και συγκεκριμένα bifidobacteria (B. longum, B. animalis, B. bifidum και B. catenulatum) τα οποία πιθανόν βοηθούν στην εγκατάσταση της φυσιολογικής χλωρίδας. Οι γλυκοπρωτεΐνες του ανθρώπινου γάλακτος, όπως η λακτοφερρίνη και ολιγοσακχαρίτες προάγουν την αύξηση στελεχών δισχιδούς βακίλου (Bifidobacterium) στο παχύ έντερο των βρεφών που θηλάζουν. Το γαλακτικό και το οξεικό οξύ που παράγονται από αυτούς τους μικροοργανισμούς, καθώς και η μικρή ρυθμιστική ικανότητα του ανθρώπινου γάλακτος οδηγούν το περιεχόμενο του εντέρου σε όξινο pH, περίπου 5. Το pH αυτό είναι ακατάλληλο για την αύξηση πολλών εντερικών παθογόνων.
Άλλα συστατικά του μητρικού γάλακτος έχει αποδειχθεί ότι δρουν ως αυξητικοί παράγοντες για διαφόρους ιστούς.
Ο επιδερμικός αυξητικός παράγων (Epidermal growth factor) από το μητρικό γάλα προάγει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό του εντερικού βλεννογόνου.
Ο ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγων διεγείρει την αύξηση του εντερικού βλεννογόνου.
Επιπρόσθετα, το μητρικό γάλα περιέχει μεγάλο αριθμό ορμονών και ενζύμων.
Λυσοζύμη είναι ένζυμο που διασπά τις πεπτιδογλυκάνες από το κυτταρικό τοίχωμα των ευαίσθητων βακτηρίων.
Περοξειδάση που στο μητρικό γάλα καταλύει την οξείδωση των ιόντων θειοκυανίου σε προϊόντα με βακτηριοστατικές ιδιότητες.
Λιπάση (διεγειρόμενη από τα λιπαρά οξέα) στο μητρικό γάλα συμπληρώνει την ανεπαρκή δραστικότητα του παγκρεατικού ενζύμου.
Για τα βρέφη που θηλάζουν:
Η ποιότητα της διατροφής είναι εξασφαλισμένη. Όλα τα συστατικά βρίσκονται στην καταλληλότερη μορφή. Δεν υπάρχει κίνδυνος λάθους.
Η θερμοκρασία της τροφής είναι με ακρίβεια ρυθμισμένη.
Ο κίνδυνος μόλυνσης του γάλακτος είναι ελάχιστος.
Το μητρικό γάλα είναι πλούσιο σε προστατευτικούς παράγοντες, λυσοζύμη, λακτοσφαιρίνη, κυτταρικά στοιχεία (ουδετερόφιλα, μακροφάγα και λεμφοκύτταρα) αλλά επίσης αντιβακτηριδιακές και αντιπαρασιτικές πρωτεΐνες, αντιφλεγμονώδεις ουσίες, αυξητικούς παράγοντες και ορμόνες προαγωγής-αύξησης της εντερικής χλωρίδας και αναστολείς του μεταβολισμού παθογόνων μικροβίων.
Τα βρέφη που θηλάζουν είναι λιγότερο εκτεθιμένα σε λοιμώξεις και ιδίως σε γαστρεντερίτιδες.
Τα βρέφη που θηλάζουν δεν εκτίθενται σε αντιγονικό φορτίο .
Τα βρέφη που θηλάζουν σιτίζονται με βάση το αίσθημα της πείνας και του κορεσμού και όχι με βάση ωράρια και δεδομένο όγκο στο μπιμπερό. Αυτό δημιουργεί υγιείς βάσεις διατροφικής συμπεριφοράς και περιορίζει τον κίνδυνο παχυσαρκίας. Είναι πιθανόν ότι ο μειωμένος κίνδυνος παχυσαρκίας σχετίζεται και με τη χαμηλότερη πρόσληψη πρωτεΐνης από το μητρικό γάλα, γιατί πρόσφατες μελέτες συνδέουν την πρόσληψη αυξημένης ποσότητας πρωτεΐνης κατά τη νεογνική ηλικία, με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης παχυσαρκίας, μέσω κινητοποίησης του άξονα ινσουλίνης και IGF-1.
Τα βρέφη που θηλάζουν δεν ευνοούνται μόνον από τη σύσταση του γάλακτος αλλά και από τη διαδικασία του θηλασμού και τη στενότερη φυσική επαφή με τη μητέρα.
Επιστήμη και τεχνολογία έχουν από καιρό περιλάβει στους στόχους τους την παραγωγή υποκατάστατων βρεφικών γαλάτων με σημείο αναφοράς τη σύσταση του μητρικού γάλακτος. Παρ’ όλες τις τεχνολογικές προόδους, παραμένει ανυπέρβλητη η αξία του θηλασμού και αναντικατάστατα τα πλεονεκτήματά του. Πλήθος στοιχείων υποστηρίζουν την αξία του θηλασμού ως ιδεώδους τρόπου για τη σίτιση των βρεφών ιδιαίτερα στη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της ζωής. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στη μελέτη τρόπων για την προαγωγή του θηλασμού, που φαίνεται ότι επηρεάζεται θετικά από την αυξανόμενη γνώση για τις τροφές και τη διατροφή, τη μόρφωση των γυναικών και την κοινωνική κινητοποίηση.
Ιστορία
1867 – Το βρεφικό γάλα περιείχε σιτάλευρο, γάλα αγελάδος, malt flour, διαττανθρακικό κάλιο
1915 – Για πρώτη φορά σε μορφή σκόνης. Περιείχε γάλα αγελάδος, λακτόζη, ζωικά λίπη, φυτικά έλαια
1935 – Οι πρώτες προσεγγίσεις σχετικά με το πρωτεϊνικό περιεχόμενο
1959 – Ενίσχυση με σίδηρο
1960 – Συμπυκνωμένο υγρό. Τροποποιήσεις με στόχο τη βελτίωση του Νεφρικού φορτίου
1962 – Αναλογία ορολευκωματίνη / καζεΐνη παρόμοια προς του μητρικού
1984 – Ενίσχυση με ταυρίνη
Τέλη δεκαετίας 1990 – Ενίσχυση με νουκλεοτίδια
Αρχές 2000 – Ενίσχυση με πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου.
» – Βρεφικά γάλατα χαμηλής πρωτεΐνης
» – Προσθήκη προβιοτικών –πρεβιοτικών
Βρεφικά γάλατα στο εμπόριο
Το νωπό γάλα αγελάδος είναι ακατάλληλο για τα βρέφη. Στις περιπτώσεις που ο θηλασμός είναι αδύνατος, η σίτιση των βρεφών γίνεται αποκλειστικά με τροποποιημένο γάλα αγελάδος (1η ς βρεφικής ηλικίας). Το γάλα αγελάδος για να γίνει κατάλληλο για τη χορήγηση σε βρέφη τροποποιείται, δηλ. υφίσταται συγκεκριμένη επεξεργασία όπως:
θερμική ή άλλη επεξεργασία της πρωτεΐνης, απομάκρυνση του λίπους και αντικατάσταση με φυτικής προέλευσης λιπίδια
περιορισμό λακτόζης και μερική αντικατάσταση με άλλους δισακχαρίτες
εμπλουτισμό με σίδηρο και βιταμίνες και
ρύθμιση του νεφρικού φορτίου.
Καινοτομίες στη σύσταση βρεφικών γαλάτων
Πρωτεΐνες
Προκειμένου να παρασκευαστεί βρεφικό γάλα, η τεχνολογία παρεμβαίνει δραστικά στο πρωτεϊνικό περιεχόμενο του γάλα αγελάδος. Ιστορικά, η λογική για την ελάττωση της πρωτεΐνης του γάλακτος αγελάδος αρχικά σχετιζόταν με την προστασία των ανώριμων νεφρών του βρέφους από τη διαχείριση του νεφρικού φορτίου. Στη συνέχεια, έγιναν περαιτέρω μειώσεις με σκοπό να επιτευχθεί μεγαλύτερη ομοιότητα με το μητρικό γάλα όσον αφορά την αναλογία ορολευκωματίνης/καζεΐνης. Οι πρόσφατες τεχνολογικές πρόοδοι επέτρεψαν την παρασκευή βρεφικών γαλάτων με χαμηλό πρωτεϊνικό περιεχόμενο, τα οποία εξασφαλίζουν παρόμοιους ρυθμούς αύξησης με τα συμβατικά γάλατα χωρίς να εκθέτουν τα βρέφη στους κινδύνους της μεταβολικής καταπόνησης, αλλά και της ενδοκρινικής απορρύθμισης που οδηγεί από την αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης στην παχυσαρκία. Επιπλέον, η τροποποίηση αυτή αποδίδει στο βρέφος υψηλά ποσοστά α-λακταλβουμίνης, που έχει καλά εξισορροπημένη σύνθεση αμινοξέων και αποτελεί ένα προνομιούχο μόριο για τη βρεφική διατροφή. Η αύξηση λοιπόν της α-λακταλβουμίνης σε βάρος των λοιπών κλασμάτων (όπως αυτό της β-λακτοσφαιρίνης που είναι ιδιαίτερα αλλεργιογονικό), εκτός του ότι εξασφαλίζει μείωση του αντιγονικού φορτίου, βελτιώνει την ποιότητα του γάλακτος από διατροφικής άποψης.
Λιπίδια
Η προσθήκη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων μακράς αλύσου στα γάλατα για τελειόμηνα νεογνά έγινε κατ’ επέκταση της εφαρμογής της στα πρόωρα, ενώ πρόσφατες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την ευνοϊκή τους επίδραση στην οπτική οξύτητα τελειομήνων νεογνών.
Υδατάνθρακες
Στο μητρικό γάλα διαπιστώθηκε η παρουσία μικρής ποσότητας φρουκτοολιγοσακχαριτών που απουσιάζουν από το αγελαδινό και θεωρείται ότι έχουν ευνοϊκή επίδραση στην ανάπτυξη φυσιολογικής χλωρίδας στο έντερο των βρεφών. Η προσθήκη πρεβιοτικών στα βρεφικά γάλατα έγινε προκειμένου να διαμορφωθεί ανάλογο ευνοϊκό υπόστρωμα για την ανάπτυξη προβιοτικών μικροοργανισμών αποκαθιστώντας τη φυσιολογική χλωρίδα, αλλά και την μαλακή σύσταση των κοπράνων των βρεφών.
Επιπλέον από την προσθήκη προβιοτικών ή πρεβιοτικών προσδοκάται γενικά ανοσορρυθμιστική δράση και πρόληψη εκδηλώσεων ατοπίας.
Οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ)
Για να ανταποκρίνονται στοιχειωδώς στον προορισμό τους, τα τυποποιημένα σκευάσματα βρεφικού γάλατος βασισμένα στο γάλα αγελάδος πρέπει να συμμορφώνονται ως προς τη σύστασή τους με τις οδηγίες της ΕΕ που αφορούν τα βρεφικά γάλατα. Οι σχετικές οδηγίες προβλέπουν δύο κατηγορίες βρεφικών γαλάτων:
1ης βρεφικής ηλικίας (starter formula) για το πρώτο εξάμηνο της ζωής
2ης » » ( Follow-on formula) που αποτελεί την υγρή τροφή του βρέφους μετά τον απογαλακτισμό
Παρά το γεγονός ότι η νομοθεσία oρίζει σαφώς τις ελάχιστες προϋποθέσεις όσον αφορά τη σύσταση που πρέπει να πληρούν για την έγκριση τους τα βρεφικά γάλατα, βελτιώσεις ή άλλες προσθήκες είναι δυνατές με τους εξής στόχους:
Να βελτιώσουν την ομοιότητα του βρεφικού γάλατος με το πρότυπο -το μητρικό γάλα- ως προς τη σύσταση
Να βελτιώσουν την απόδοση ως προς το τελικό αποτέλεσμα σε σύγκριση με το πρότυπο
Να επιτύχουν τα ανωτέρω χωρίς πρόσθετους κινδύνους από πλευράς ανοχής ή άλλων συνεπειών
Στα πλαίσια των στόχων αυτών, η πρόοδος στην τεχνολογία και ιδιαίτερα στη βιοτεχνολογία αναμένεται ότι επιφυλάσσει σημαντικές τροποποιήσεις στη σύσταση του βρεφικού γάλατος κυρίως ως προς το πρωτεϊνικό μέρος του.
Αναζητούνται τρόποι για την προσθήκη στο μέλλον λακτοφερρίνης, λυσοζύμης, sn-2 παλμιτικού οξέος και άλλων παραγόντων-τροφικών, ανοσορρυθμιστικών, ή ρυθμιστών της σύστασης των κοπράνων. Επιπλέον, νέες πηγές, πλην του γάλακτος αγελάδος, προτείνονται ως βάση για την παρασκευή βρεφικού γάλακτος, όπως το ρύζι ή διαλύματα βασισμένα στη σύνθεση του αμνιακού υγρού. Παράλληλα, η διεθνής νομοθεσία ετοιμάζει αυστηρότατα πλαίσια ελέγχου ώστε να εξασφαλιστεί ο στόχος της ασφάλειας των βρεφών εν όψει των νέων προσθηκών.
Γάλατα δεύτερης βρεφικής ηλικίας
Σύμφωνα με την κοινή επιτροπή του FAO και του WHO (1988), γάλα δεύτερης βρεφικής ηλικίας είναι «το υγρό μέρος τροφής της δίαιτας απογαλακτισμού για τα βρέφη από τον 6ο μήνα και μετά, και για τα μικρά παιδιά». (Ο όρος μικρά παιδιά περιλαμβάνει τα παιδιά ηλικίας 12 μηνών μέχρι 3 ετών).
Ο ορισμός επίσης δηλώνει ότι τα προϊόντα αυτά δεν είναι υποκατάστατα του μητρικού γάλακτος και δεν πρέπει να παρουσιάζονται σαν τέτοια.
Η επιτροπή της ΕΕ (1991) όρισε ως γάλατα δεύτερης βρεφικής ηλικίας «τροφές που απευθύνονται σε βρέφη ηλικίας άνω των 4 μηνών και που αποτελούν το κύριο υγρό συστατικό μιας προοδευτικά ποικίλης διατροφής για αυτά τα παιδιά».
Το γάλα αγελάδος περιέχει μεγάλη ποσότητα πρωτεΐνης, νατρίου, κορεσμένων λιπών και ανεπαρκή ποσότητα απαραίτητων λιπαρών οξέων, βιταμίνης D και σιδήρου. Η πρόσληψη πρωτεϊνών από βρέφη που τρέφονται με γάλα αγελάδος είναι 20-100% υψηλότερη από αυτή των βρεφών που τρέφονται με γάλατα 2ης βρεφικής ηλικίας στις ηλικίες 6 ως 12 μηνών, και είναι 2 ως 3 φορές υψηλότερη από την ποσότητα πρωτεΐνης που έχει υπολογιστεί ως το «ασφαλές ποσό προσλαμβανόμενης πρωτεΐνης». Ακόμα, η κατανάλωση παστεριωμένου αγελαδινού γάλακτος οδηγεί σε αυξημένη απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό. Ως αποτέλεσμα, στα παιδιά ηλικίας κάτω των 12 μηνών που τρέφονται με γάλα αγελάδος η συχνότητα σιδηροπενικής αναιμίας είναι μεγαλύτερη. Επομένως το γάλα αγελάδος δεν είναι κατάλληλη τροφή για βρέφη κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής.
Επίσης δεν είναι κατάλληλα τα γάλατα πρώτης βρεφικής ηλικίας, καθώς περιέχουν αρκετό λίπος και λίγο ασβέστιο. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να περιέχουν ανεπαρκείς ποσότητες πρωτεϊνών ή σιδήρου (γάλατα πρώτης βρεφικής ηλικίας φτωχά σε σίδηρο).
Τα γάλατα δεύτερης βρεφικής ηλικίας περιέχουν σε μεγαλύτερες ποσότητες αυτά τα στοιχεία τα οποία οι περισσότερες τροφές απογαλακτισμού δεν μπορούν να δώσουν στο βρέφος: κυρίως πρωτεΐνες, ασβέστιο, σίδηρος και λινολεϊκό οξύ. Οι ποσότητες των περισσοτέρων άλλων μετάλλων και βιταμινών που περιέχονται στα γάλατα δεύτερης βρεφικής ηλικίας είναι παρόμοιες με αυτές των γαλάτων πρώτης βρεφικής ηλικίας.
Η ημερήσια πρόσληψη γαλάτων δεύτερης βρεφικής ηλικίας δεν πρέπει να είναι μικρότερη από 500 ml ή περίπου το 40% των ενεργειακών αναγκών, ώστε να εξασφαλίζουν ικανοποιητικές ποσότητες ασβεστίου, σιδήρου και λινολεϊκού οξέος.
Υπάρχουν δύο τύποι γαλάτων δεύτερης βρεφικής ηλικίας. Ο πρώτος τύπος περιέχει μέσα επίπεδα πρωτεϊνών και σχεδιάστηκε για να αποτελεί μέρος μιας σχετικά καλά ρυθμισμένης δίαιτας απογαλακτισμού που περιέχει πρωτεϊνες υψηλής ποιότητας, δηλαδή κρέας, αυγά και ψάρι. Ο δεύτερος τύπος περιέχει υψηλό επίπεδο πρωτεϊνών και σχεδιάστηκε για να συμπληρώσει διατροφή απογαλακτισμού χαμηλής ποιότητας και περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη. Ένα γάλα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη θα πρέπει να παρέχει σε μεγαλύτερα βρέφη την ελάχιστη ποσότητα ημερησίων αναγκών πρωτεΐνης σε δύο ή τρία γεύματα.
Ο σχεδιασμός του πρωτεϊνικού περιεχομένου των γαλάτων δεύτερης βρεφικής ηλικίας θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τις συνήθειες διατροφής απογαλακτισμού του εκάστοτε πληθυσμού και τις συνήθειες των γιατρών της περιοχής. Έτσι η πρωτεϊνική σύνθεση των γαλάτων δεύτερης βρεφικής ηλικίας ποικίλλει από τη μια χώρα στην άλλη και εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες διατροφής.
Πηγή: www.mednutrition.gr
Θηλασμός : Tο χρυσό πρότυπο. Επιστημονικές και τεχνολογικές τομές στα βρεφικά γάλατα