Τα πρώτα σημάδια της εγκυμοσύνης φανερώνονται ύστερα από τρεις, περίπου, εβδομάδες από την τελευταία έμμηνο ρύση στις γυναίκες με σταθερό κύκλο 28 ημερών ή μία εβδομάδα, περίπου, πριν από την αναμενόμενη περίοδο στις γυναίκες με κύκλους διαφορετικής διάρκειας.
Το στήθος παρέχει τις πρώτες ενδείξεις τις εγκυμοσύνης. Οι μαστοί πρήζονται, όπως πριν από την περίοδο, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό. Τα στήθη είναι ευαίσθητα στην πίεση, ενώ το δέρμα της θηλής (σκούρα περιοχή της θηλής) γίνεται ακόμη σκουρότερη.
Σημειώνονται αλλαγές στη γεύση και την όσφρηση. Η γυναίκα γίνεται πιο ευαίσθητη σε οξείες μυρωδιές και γεύσεις, που έως τώρα δεν της δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα. Επιπλέον, παρατηρείται σε πολλές γυναίκες κόπωση, τάση για λιποθυμία ή ζάλη. Η εξάντληση αυτή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν κατά την εγκυμοσύνη.
Η κόπωση, συχνά, συνοδεύεται από υπνηλία και συναισθηματική αστάθεια. Τα συμπτώματα αυτά θυμίζουν προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο αλλά, συνήθως, είναι ακόμη εντονότερα. Οι κολπικές εκκρίσεις αυξάνουν ελαφρώς σε ποσότητα και παραμένουν αυξημένες σε όλη την κύηση. Τέλος, πολλές γυναίκες παρατηρούν συχνοουρία.
Η καθυστέρηση στην περίοδο θα ενισχύσει τις αρχικές υποψίες της γυναίκας από τις παραπάνω ενδείξεις. Πρέπει να μεσολαβεί διάστημα μιας τουλάχιστον εβδομάδας από την ημερομηνία που αναμένεται η περίοδος, δηλαδή, επτά ημέρες καθυστέρησης, για να προχωρήσει η γυναίκα σε περαιτέρω έλεγχο με το γυναικολόγο της. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό η σημασία της καταγραφής της εμμηνορρυσίας κάθε μήνα από τη γυναίκα, ώστε να έχει σαφή εικόνα του κύκλου της.
Σήμερα υπάρχουν απλά τεστ εγκυμοσύνης, που πωλούνται στα φαρμακεία χωρίς απαραίτητη συνταγή. Τα τεστ αυτά αποτελούν και τον πιο συνηθισμένο τρόπο διάγνωσης της εγκυμοσύνης. Αυτά τα τεστ ούρων είναι ασφαλή και αξιόπιστα, εφόσον γίνουν σωστά, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης. Ακόμη, η ανάγνωση του αποτελέσματος είναι σχετικά εύκολη. Με το τεστ αυτό ανιχνεύεται στα ούρα η ύπαρξη μιας ορμόνη, της β-χοριονικής γοναδοτροπίνης, που εκκρίνεται από τον πλακούντα από την πρώτη κιόλας στιγμή της ανάπτυξής του
Ο γυναικολόγος για τη διάγνωση της κύησης παραπέμπει τη γυναίκα σε εργαστηριακό έλεγχο, που γίνεται με δύο τρόπους. Το τεστ κύησης από τα ούρα γίνεται με την ίδια μέθοδο που γίνεται και με τα απλά τεστ από τα φαρμακεία. Ωστόσο καθώς γίνεται από το μικροβιολόγο εκτελείται και ερμηνεύεται με ακρίβεια. Ο δεύτερος τρόπος γίνεται από το αίμα. Και στην περίπτωση αυτή ανιχνεύεται η β-χοριονική γοναδοτροπίνη, αλλά στο αίμα αντί στα ούρα. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο ανιχνεύεται αυτή η ορμόνη της εγκυμοσύνης, αλλά γίνεται και ποσοτικός προσδιορισμός της. Η μέτρηση της β-χοριονικής γοναδοτροπίνης συμβάλλει, επιπλέον, στη διερεύνηση της ανάπτυξης αλλά και της ηλικίας της εγκυμοσύνης. Η μέθοδος αυτή είναι, φυσικά, πιο ακριβής.
Τέλος, η εγκυμοσύνη μπορεί να διαγνωσθεί και με υπερηχογραφική εξέταση. Έτσι, ο γυναικολόγος, από τη δέκατη περίπου ημέρα της καθυστέρησης, είναι σε θέση να διακρίνει την ύπαρξη σάκου μέσα στην κοιλότητα της μήτρας. Αργότερα, διακρίνεται και η καρδιά του εμβρύου που πάλλεται και πιστοποιεί την ύπαρξη ζώντος εμβρύου. Με την εξέταση αυτή γίνεται και η διάγνωση της εξωμήτριας εγκυμοσύνης. Από δω και πέρα είναι απαραίτητη η τακτική παρακολούθηση και ο έλεγχος του μαιευτήρα έως και τη λήξη της λοχείας.
Η εγκυμοσύνη διαρκεί 40 εβδομάδες ή 280 ημέρες. Συνήθως, οι γυναίκες μετράνε αδρά την ηλικία της εγκυμοσύνης σε μήνες (9 μήνες), ωστόσο ο υπολογισμός αυτός δε χρησιμοποιείται από τους μαιευτήρες και τις μαίες. Ο χρόνος αρχίζει να μετράει από την πρώτη ημέρα της τελευταίας εμμηνορρυσίας (σημείο αναφοράς για τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία). Δηλαδή, αν μια γυναίκα είχε τελευταία έναρξη περιόδου στις 25 Ιουνίου και τον επόμενο μήνα διαπίστωσε εγκυμοσύνη, η πρώτη ημέρα της εγκυμοσύνης θεωρείται η 25η Ιουνίου. Ο μαιευτήρας που παρακολουθεί την εγκυμοσύνη θα κάνει στη συνέχεια τις απαραίτητες διορθώσεις, στις γυναίκες με ανωμαλίες στον κύκλο.
Κατά την πρώτη επίσκεψη στο μαιευτήρα, ύστερα από τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, γίνεται η λήψη αναλυτικού ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και των δύο συντρόφων και, επιπλέον, γυναικολογικού και μαιευτικού ιστορικού της γυναίκας. Ο μαιευτήρας ανοίγει, συνήθως, την κάρτα παρακολούθησης της μητέρας, η οποία περιέχει όλα τα δεδομένα της και ενημερώνεται σε κάθε εξέταση. Στη συνέχεια, δίνεται ο πρώτος εργαστηριακός έλεγχος της γυναίκας.
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι γυναίκες με χρόνιο πρόβλημα υγείας, όπως χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, αιμορροφιλία, σακχαρώδη διαβήτη, επιληψία και άλλα, πρέπει να συμβουλεύονται το θεράποντα ιατρό τους για το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης και τις ικανότητες που έχει ο οργανισμός τους να φέρει σε πέρας την κύηση. Ύστερα από τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους και να ενημερώνουν το μαιευτήρα, ο οποίος συνεργάζεται με το θεράποντα γιατρό της γυναίκας για όσο διάστημα διαρκεί η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η λοχεία.
Ο πρώτος εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει τη γενική αίματος, την ομάδα αίματος και τον παράγοντα Rhesus, τον πηκτικό μηχανισμό, το βιοχημικό έλεγχο (σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, σίδηρο, φερριτίνη, νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, SGOT, SGPT, LDH, γ-GT, ολικά λευκώματα, σφαιρίνες, αλβουμίνη, χολερυθρίνη ολική και έμμεση), τη γενική ούρων και τη θυρεοειδική λειτουργία (TSH, FT4). Επιπλέον, γίνεται ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης και τεστ δρεπάνωσης για να διαγνωσθεί εάν η μητέρα είναι φορέας μεσογειακής ή δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, οπότε γίνεται έλεγχος και του πατέρα, ώστε να διαγνωσθεί έγκαιρα η ενδεχόμενη νόσος στο έμβρυο.
Συνήθως, στην πρώτη αλλά και στη δεύτερη επίσκεψη, γίνεται και ο έλεγχος για κάποια λοιμώδη νοσήματα που επηρεάζουν την εγκυμοσύνη και το έμβρυο. Τα νοσήματα αυτά είναι η ηπατίτιδα Β και C, το AIDS, η ερυθρά, η τοξοπλάσμωση, η λιστερίωση, η νόσος από μεγαλοκυτταροïό, έρπητα και η φυματίωση. Για τη διάγνωση γίνεται ποσοτικός προσδιορισμός των αντισωμάτων τους στο αίμα.
Επίσης, είναι απαραίτητη η καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού υγρού, ώστε να αποκλείονται οι κολπίτιδες και, κυρίως οι ανιούσες λοιμώξεις που μπορεί να επηρεάσουν την υγεία του εμβρύου. Τέλος, οι γυναίκες που δεν έχουν κάνει τεστ Παπανικολάου τον τελευταίο χρόνο πριν από τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, πρέπει οπωσδήποτε να υποβάλλονται στην εξέταση αυτή. Σε κάθε περίπτωση ο μαιευτήρας κρίνει την αναγκαιότητα περαιτέρω εξετάσεων.
Πηγή: mammycool.gr
Το στήθος παρέχει τις πρώτες ενδείξεις τις εγκυμοσύνης. Οι μαστοί πρήζονται, όπως πριν από την περίοδο, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό. Τα στήθη είναι ευαίσθητα στην πίεση, ενώ το δέρμα της θηλής (σκούρα περιοχή της θηλής) γίνεται ακόμη σκουρότερη.
Σημειώνονται αλλαγές στη γεύση και την όσφρηση. Η γυναίκα γίνεται πιο ευαίσθητη σε οξείες μυρωδιές και γεύσεις, που έως τώρα δεν της δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα. Επιπλέον, παρατηρείται σε πολλές γυναίκες κόπωση, τάση για λιποθυμία ή ζάλη. Η εξάντληση αυτή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στις ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν κατά την εγκυμοσύνη.
Η κόπωση, συχνά, συνοδεύεται από υπνηλία και συναισθηματική αστάθεια. Τα συμπτώματα αυτά θυμίζουν προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο αλλά, συνήθως, είναι ακόμη εντονότερα. Οι κολπικές εκκρίσεις αυξάνουν ελαφρώς σε ποσότητα και παραμένουν αυξημένες σε όλη την κύηση. Τέλος, πολλές γυναίκες παρατηρούν συχνοουρία.
Η καθυστέρηση στην περίοδο θα ενισχύσει τις αρχικές υποψίες της γυναίκας από τις παραπάνω ενδείξεις. Πρέπει να μεσολαβεί διάστημα μιας τουλάχιστον εβδομάδας από την ημερομηνία που αναμένεται η περίοδος, δηλαδή, επτά ημέρες καθυστέρησης, για να προχωρήσει η γυναίκα σε περαιτέρω έλεγχο με το γυναικολόγο της. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό η σημασία της καταγραφής της εμμηνορρυσίας κάθε μήνα από τη γυναίκα, ώστε να έχει σαφή εικόνα του κύκλου της.
Σήμερα υπάρχουν απλά τεστ εγκυμοσύνης, που πωλούνται στα φαρμακεία χωρίς απαραίτητη συνταγή. Τα τεστ αυτά αποτελούν και τον πιο συνηθισμένο τρόπο διάγνωσης της εγκυμοσύνης. Αυτά τα τεστ ούρων είναι ασφαλή και αξιόπιστα, εφόσον γίνουν σωστά, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης. Ακόμη, η ανάγνωση του αποτελέσματος είναι σχετικά εύκολη. Με το τεστ αυτό ανιχνεύεται στα ούρα η ύπαρξη μιας ορμόνη, της β-χοριονικής γοναδοτροπίνης, που εκκρίνεται από τον πλακούντα από την πρώτη κιόλας στιγμή της ανάπτυξής του
Ο γυναικολόγος για τη διάγνωση της κύησης παραπέμπει τη γυναίκα σε εργαστηριακό έλεγχο, που γίνεται με δύο τρόπους. Το τεστ κύησης από τα ούρα γίνεται με την ίδια μέθοδο που γίνεται και με τα απλά τεστ από τα φαρμακεία. Ωστόσο καθώς γίνεται από το μικροβιολόγο εκτελείται και ερμηνεύεται με ακρίβεια. Ο δεύτερος τρόπος γίνεται από το αίμα. Και στην περίπτωση αυτή ανιχνεύεται η β-χοριονική γοναδοτροπίνη, αλλά στο αίμα αντί στα ούρα. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο ανιχνεύεται αυτή η ορμόνη της εγκυμοσύνης, αλλά γίνεται και ποσοτικός προσδιορισμός της. Η μέτρηση της β-χοριονικής γοναδοτροπίνης συμβάλλει, επιπλέον, στη διερεύνηση της ανάπτυξης αλλά και της ηλικίας της εγκυμοσύνης. Η μέθοδος αυτή είναι, φυσικά, πιο ακριβής.
Τέλος, η εγκυμοσύνη μπορεί να διαγνωσθεί και με υπερηχογραφική εξέταση. Έτσι, ο γυναικολόγος, από τη δέκατη περίπου ημέρα της καθυστέρησης, είναι σε θέση να διακρίνει την ύπαρξη σάκου μέσα στην κοιλότητα της μήτρας. Αργότερα, διακρίνεται και η καρδιά του εμβρύου που πάλλεται και πιστοποιεί την ύπαρξη ζώντος εμβρύου. Με την εξέταση αυτή γίνεται και η διάγνωση της εξωμήτριας εγκυμοσύνης. Από δω και πέρα είναι απαραίτητη η τακτική παρακολούθηση και ο έλεγχος του μαιευτήρα έως και τη λήξη της λοχείας.
Η εγκυμοσύνη διαρκεί 40 εβδομάδες ή 280 ημέρες. Συνήθως, οι γυναίκες μετράνε αδρά την ηλικία της εγκυμοσύνης σε μήνες (9 μήνες), ωστόσο ο υπολογισμός αυτός δε χρησιμοποιείται από τους μαιευτήρες και τις μαίες. Ο χρόνος αρχίζει να μετράει από την πρώτη ημέρα της τελευταίας εμμηνορρυσίας (σημείο αναφοράς για τις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία). Δηλαδή, αν μια γυναίκα είχε τελευταία έναρξη περιόδου στις 25 Ιουνίου και τον επόμενο μήνα διαπίστωσε εγκυμοσύνη, η πρώτη ημέρα της εγκυμοσύνης θεωρείται η 25η Ιουνίου. Ο μαιευτήρας που παρακολουθεί την εγκυμοσύνη θα κάνει στη συνέχεια τις απαραίτητες διορθώσεις, στις γυναίκες με ανωμαλίες στον κύκλο.
Κατά την πρώτη επίσκεψη στο μαιευτήρα, ύστερα από τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, γίνεται η λήψη αναλυτικού ατομικού και οικογενειακού ιστορικού και των δύο συντρόφων και, επιπλέον, γυναικολογικού και μαιευτικού ιστορικού της γυναίκας. Ο μαιευτήρας ανοίγει, συνήθως, την κάρτα παρακολούθησης της μητέρας, η οποία περιέχει όλα τα δεδομένα της και ενημερώνεται σε κάθε εξέταση. Στη συνέχεια, δίνεται ο πρώτος εργαστηριακός έλεγχος της γυναίκας.
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι γυναίκες με χρόνιο πρόβλημα υγείας, όπως χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, αιμορροφιλία, σακχαρώδη διαβήτη, επιληψία και άλλα, πρέπει να συμβουλεύονται το θεράποντα ιατρό τους για το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης και τις ικανότητες που έχει ο οργανισμός τους να φέρει σε πέρας την κύηση. Ύστερα από τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους και να ενημερώνουν το μαιευτήρα, ο οποίος συνεργάζεται με το θεράποντα γιατρό της γυναίκας για όσο διάστημα διαρκεί η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η λοχεία.
Ο πρώτος εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει τη γενική αίματος, την ομάδα αίματος και τον παράγοντα Rhesus, τον πηκτικό μηχανισμό, το βιοχημικό έλεγχο (σάκχαρο, ουρία, κρεατινίνη, ουρικό οξύ, σίδηρο, φερριτίνη, νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, SGOT, SGPT, LDH, γ-GT, ολικά λευκώματα, σφαιρίνες, αλβουμίνη, χολερυθρίνη ολική και έμμεση), τη γενική ούρων και τη θυρεοειδική λειτουργία (TSH, FT4). Επιπλέον, γίνεται ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης και τεστ δρεπάνωσης για να διαγνωσθεί εάν η μητέρα είναι φορέας μεσογειακής ή δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, οπότε γίνεται έλεγχος και του πατέρα, ώστε να διαγνωσθεί έγκαιρα η ενδεχόμενη νόσος στο έμβρυο.
Συνήθως, στην πρώτη αλλά και στη δεύτερη επίσκεψη, γίνεται και ο έλεγχος για κάποια λοιμώδη νοσήματα που επηρεάζουν την εγκυμοσύνη και το έμβρυο. Τα νοσήματα αυτά είναι η ηπατίτιδα Β και C, το AIDS, η ερυθρά, η τοξοπλάσμωση, η λιστερίωση, η νόσος από μεγαλοκυτταροïό, έρπητα και η φυματίωση. Για τη διάγνωση γίνεται ποσοτικός προσδιορισμός των αντισωμάτων τους στο αίμα.
Επίσης, είναι απαραίτητη η καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού υγρού, ώστε να αποκλείονται οι κολπίτιδες και, κυρίως οι ανιούσες λοιμώξεις που μπορεί να επηρεάσουν την υγεία του εμβρύου. Τέλος, οι γυναίκες που δεν έχουν κάνει τεστ Παπανικολάου τον τελευταίο χρόνο πριν από τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, πρέπει οπωσδήποτε να υποβάλλονται στην εξέταση αυτή. Σε κάθε περίπτωση ο μαιευτήρας κρίνει την αναγκαιότητα περαιτέρω εξετάσεων.
Πηγή: mammycool.gr
Τα σημάδια της εγκυμοσύνης